γαλεόβδολον

γαλεόβδολον
γαλεόβδολον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γάλιο — (galium). Γένος δικοτυλήδονων ποωδών φυτών. Φυτρώνει σε όλες τις ηπείρους εκτός της Αυστραλίας και ανήκει στην οικογένεια των ρουβιιδών. Έχει λεπτό και έρπον ρίζωμα, τετραγωνικό και τριχωτό βλαστό, και φύλλα λογχοειδή ή γραμμοειδή κατά σπονδύλους …   Dictionary of Greek

  • γαλεόβδολο — το (Α γαλεόβδολον) ονομασία είδους τσουκνίδας, λάμιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλέη, γαλή + (θ.) βδολ (πρβλ. βδελυρός, βδέω)] …   Dictionary of Greek

  • geli-, glī- —     geli , glī     English meaning: mouse     Deutsche Übersetzung: “Maus under likewise”     Material: O.Ind. girí ḥ, girikü f. “ mouse “ (Lex.); Gk. γαλέη (*gelei̯ ü, originally “ the murine “?) “weasel, marten”, from which borrowed Lat.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”